ἀφαιροῦμαι — ἀφαιρέω take away from pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀφαιρέω take away from pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφαιρώ — (Α ἀφαιρῶ, έω) 1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ 2. στερώ, αποστερώ 3. ελαττώνω, μειώνω νεοελλ. 1. κλέβω, υπεξαιρώ 2. αποβάλλω, βγάζω 3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης 4. μέσ. αφαιρούμαι ελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή… … Dictionary of Greek
αφαιριέμαι — αφαιριέμαι, αφαιρέθηκα, αφηρημένος βλ. πίν. 63 και πρβλ. αφαιρούμαι Σημειώσεις: αφαιρούμαι – αφαιριέμαι : αποσπώμαι από το περιβάλλον, δε συγκεντρώνομαι σ αυτό που γίνεται γύρω μου. Η μτχ. αφηρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (αφηρημένος μαθητής … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
λησμονώ — έω και άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, έω και ἀλησμονώ) [λήσμων] 1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση τού σπιτιού σου») 2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι… … Dictionary of Greek
ξελησμονώ — και ξαλησμονώ, άω 1. λησμονώ, ξεχνώ 2. (το παθ.) ξελησμονιέμαι αφαιρούμαι («ξελησμονήθηκα με την κουβέντα και δεν τού τό είπα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + λησμονώ / αλησμονώ] … Dictionary of Greek
περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω … Dictionary of Greek
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
αποξεχνώ — και αποξεχάνω ασα, άστηκα, ασμένος, ξεχνώ, λησμονώ κάτι εντελώς: Εσύ μου το χες πει, αλλά εγώ το αποξέχασα· το μέσ. αποξεχνιέμαι και ιούμαι αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι: Αποξεχάστηκα και δεν άκουσα τι μου είπες. Ουσ. αποξεχασμός, ο και αποξέχασμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)